σινοκα
Version från den 17 juli 2021 kl. 17.40 av Niklas (diskussion | bidrag)
Substantiv
σινοκα (σινοκα)
- destination, mål
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | ρινοκεν | ρινοκειν | ρινοκον | ρινοκοιν | ρινοκαν | ρινοκαιν | ρινοκυν | ρινοκυιν | ρινοκων |
Ergativ | ρινοκεϧ | ρινοκειϧ | ρινοκοϧ | ρινοκοιϧ | ρινοκαϧ | ρινοκαιϧ | ρινοκυϧ | ρινοκυιϧ | ρινοκωϧ |
Dativ | ρινοκεσ | ρινοκεισ | ρινοκοσ | ρινοκοισ | ρινοκασ | ρινοκαισ | ρινοκυσ | ρινοκυισ | ρινοκωσ |
Lokativ | ρινοκεμ | ρινοκειμ | ρινοκομ | ρινοκοιμ | ρινοκαμ | ρινοκαιμ | ρινοκυμ | ρινοκυιμ | ρινοκωμ |
Ablativ | ρινοκεϥ | ρινοκειϥ | ρινοκοϥ | ρινοκοιϥ | ρινοκαϥ | ρινοκαιϥ | ρινοκυϥ | ρινοκυιϥ | ρινοκωϥ |
Instrumentalis | ρινοκεφ | ρινοκειφ | ρινοκοφ | ρινοκοιφ | ρινοκαφ | ρινοκαιφ | ρινοκυφ | ρινοκυιφ | ρινοκωφ |
Abessiv | ρινοκεθ | ρινοκειθ | ρινοκοθ | ρινοκοιθ | ρινοκαθ | ρινοκαιθ | ρινοκυθ | ρινοκυιθ | ρινοκωθ |
Essiv formal | ρινοκεγ | ρινοκειγ | ρινοκογ | ρινοκοιγ | ρινοκαγ | ρινοκαιγ | ρινοκυγ | ρινοκυιγ | ρινοκωγ |
Kausativ | ρινοκελ | ρινοκειλ | ρινοκολ | ρινοκοιλ | ρινοκαλ | ρινοκαιλ | ρινοκυλ | ρινοκυιλ | ρινοκωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | ρινοκεβ | ρινοκειβ | ρινοκοβ | ρινοκοιβ | ρινοκαβ | ρινοκαιβ | ρινοκυβ | ρινοκυιβ | ρινοκωβ |
Essiv-modal | ρινοκεχ | ρινοκειχ | ρινοκοχ | ρινοκοιχ | ρινοκαχ | ρινοκαιχ | ρινοκυχ | ρινοκυιχ | ωχ |
Komitativ | ρινοκερ | ρινοκειρ | ρινοκορ | ρινοκοιρ | ρινοκαρ | ρινοκαιρ | ρινοκυρ | ρινοκυιρ | ρινοκωρ |
Kasuslös form | |||||||||
ρινοκε | ρινοκει | ρινοκο | ρινοκοι | ρινοκα | ρινοκαι | ρινοκυ | ρινοκυι | ρινοκω |