περκιρα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 17 juli 2021 kl. 17.29 av Niklas (diskussion | bidrag) (added Category:go:Tid using HotCat)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

περκαϛ (“tom”) + ινσα (“tid”)

Substantiv

περκιρα(περκιρα)

  1. fritid, ledighet (i allmänhet)

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv περκινσεν περκινσειν περκινσον περκινσοιν περκινσαν περκινσαιν περκινσυν περκινσυιν περκινσων
Ergativ περκινσεϧ περκινσειϧ περκινσοϧ περκινσοιϧ περκινσαϧ περκινσαιϧ περκινσυϧ περκινσυιϧ περκινσωϧ
Dativ περκινσεσ περκινσεισ περκινσοσ περκινσοισ περκινσασ περκινσαισ περκινσυσ περκινσυισ περκινσωσ
Lokativ περκινσεμ περκινσειμ περκινσομ περκινσοιμ περκινσαμ περκινσαιμ περκινσυμ περκινσυιμ περκινσωμ
Ablativ περκινσεϥ περκινσειϥ περκινσοϥ περκινσοιϥ περκινσαϥ περκινσαιϥ περκινσυϥ περκινσυιϥ περκινσωϥ
Instrumentalis περκινσεφ περκινσειφ περκινσοφ περκινσοιφ περκινσαφ περκινσαιφ περκινσυφ περκινσυιφ περκινσωφ
Abessiv περκινσεθ περκινσειθ περκινσοθ περκινσοιθ περκινσαθ περκινσαιθ περκινσυθ περκινσυιθ περκινσωθ
Essiv formal περκινσεγ περκινσειγ περκινσογ περκινσοιγ περκινσαγ περκινσαιγ περκινσυγ περκινσυιγ περκινσωγ
Kausativ περκινσελ περκινσειλ περκινσολ περκινσοιλ περκινσαλ περκινσαιλ περκινσυλ περκινσυιλ περκινσωλ
Substantivkasus
Genitiv περκινσεβ περκινσειβ περκινσοβ περκινσοιβ περκινσαβ περκινσαιβ περκινσυβ περκινσυιβ περκινσωβ
Essiv-modal περκινσεχ περκινσειχ περκινσοχ περκινσοιχ περκινσαχ περκινσαιχ περκινσυχ περκινσυιχ ωχ
Komitativ περκινσερ περκινσειρ περκινσορ περκινσοιρ περκινσαρ περκινσαιρ περκινσυρ περκινσυιρ περκινσωρ
Kasuslös form
περκινσε περκινσει περκινσο περκινσοι περκινσα περκινσαι περκινσυ περκινσυι περκινσω

Se även