ομμικα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 17 juli 2021 kl. 17.18 av Niklas (diskussion | bidrag) (Niklas flyttade sidan ομικ till ομικα)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från estniska hommik (morgon)

Substantiv

ομμικα(ομμικα)

  1. en morgon

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ομικεν ομικειν ομικον ομικοιν ομικαν ομικαιν ομικυν ομικυιν ομικων
Ergativ ομικεϧ ομικειϧ ομικοϧ ομικοιϧ ομικαϧ ομικαιϧ ομικυϧ ομικυιϧ ομικωϧ
Dativ ομικεσ ομικεισ ομικοσ ομικοισ ομικασ ομικαισ ομικυσ ομικυισ ομικωσ
Lokativ ομικεμ ομικειμ ομικομ ομικοιμ ομικαμ ομικαιμ ομικυμ ομικυιμ ομικωμ
Ablativ ομικεϥ ομικειϥ ομικοϥ ομικοιϥ ομικαϥ ομικαιϥ ομικυϥ ομικυιϥ ομικωϥ
Instrumentalis ομικεφ ομικειφ ομικοφ ομικοιφ ομικαφ ομικαιφ ομικυφ ομικυιφ ομικωφ
Abessiv ομικεθ ομικειθ ομικοθ ομικοιθ ομικαθ ομικαιθ ομικυθ ομικυιθ ομικωθ
Essiv formal ομικεγ ομικειγ ομικογ ομικοιγ ομικαγ ομικαιγ ομικυγ ομικυιγ ομικωγ
Kausativ ομικελ ομικειλ ομικολ ομικοιλ ομικαλ ομικαιλ ομικυλ ομικυιλ ομικωλ
Substantivkasus
Genitiv ομικεβ ομικειβ ομικοβ ομικοιβ ομικαβ ομικαιβ ομικυβ ομικυιβ ομικωβ
Essiv-modal ομικεχ ομικειχ ομικοχ ομικοιχ ομικαχ ομικαιχ ομικυχ ομικυιχ ωχ
Komitativ ομικερ ομικειρ ομικορ ομικοιρ ομικαρ ομικαιρ ομικυρ ομικυιρ ομικωρ
Kasuslös form
ομικε ομικει ομικο ομικοι ομικα ομικαι ομικυ ομικυι ομικω