μασοκκοκα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 17 juli 2021 kl. 16.48 av Niklas (diskussion | bidrag) (Niklas flyttade sidan μασοκκοκ till μασοκκοκα)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

μασοκκαω (“diskutera”) + -οκ (“substantiv av verb”)

Substantiv

μασοκκοκα(μασοκκοκα)

  1. diskussion

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv μασοκκοκεν μασοκκοκειν μασοκκοκον μασοκκοκοιν μασοκκοκαν μασοκκοκαιν μασοκκοκυν μασοκκοκυιν μασοκκοκων
Ergativ μασοκκοκεϧ μασοκκοκειϧ μασοκκοκοϧ μασοκκοκοιϧ μασοκκοκαϧ μασοκκοκαιϧ μασοκκοκυϧ μασοκκοκυιϧ μασοκκοκωϧ
Dativ μασοκκοκεσ μασοκκοκεισ μασοκκοκοσ μασοκκοκοισ μασοκκοκασ μασοκκοκαισ μασοκκοκυσ μασοκκοκυισ μασοκκοκωσ
Lokativ μασοκκοκεμ μασοκκοκειμ μασοκκοκομ μασοκκοκοιμ μασοκκοκαμ μασοκκοκαιμ μασοκκοκυμ μασοκκοκυιμ μασοκκοκωμ
Ablativ μασοκκοκεϥ μασοκκοκειϥ μασοκκοκοϥ μασοκκοκοιϥ μασοκκοκαϥ μασοκκοκαιϥ μασοκκοκυϥ μασοκκοκυιϥ μασοκκοκωϥ
Instrumentalis μασοκκοκεφ μασοκκοκειφ μασοκκοκοφ μασοκκοκοιφ μασοκκοκαφ μασοκκοκαιφ μασοκκοκυφ μασοκκοκυιφ μασοκκοκωφ
Abessiv μασοκκοκεθ μασοκκοκειθ μασοκκοκοθ μασοκκοκοιθ μασοκκοκαθ μασοκκοκαιθ μασοκκοκυθ μασοκκοκυιθ μασοκκοκωθ
Essiv formal μασοκκοκεγ μασοκκοκειγ μασοκκοκογ μασοκκοκοιγ μασοκκοκαγ μασοκκοκαιγ μασοκκοκυγ μασοκκοκυιγ μασοκκοκωγ
Kausativ μασοκκοκελ μασοκκοκειλ μασοκκοκολ μασοκκοκοιλ μασοκκοκαλ μασοκκοκαιλ μασοκκοκυλ μασοκκοκυιλ μασοκκοκωλ
Substantivkasus
Genitiv μασοκκοκεβ μασοκκοκειβ μασοκκοκοβ μασοκκοκοιβ μασοκκοκαβ μασοκκοκαιβ μασοκκοκυβ μασοκκοκυιβ μασοκκοκωβ
Essiv-modal μασοκκοκεχ μασοκκοκειχ μασοκκοκοχ μασοκκοκοιχ μασοκκοκαχ μασοκκοκαιχ μασοκκοκυχ μασοκκοκυιχ ωχ
Komitativ μασοκκοκερ μασοκκοκειρ μασοκκοκορ μασοκκοκοιρ μασοκκοκαρ μασοκκοκαιρ μασοκκοκυρ μασοκκοκυιρ μασοκκοκωρ
Kasuslös form
μασοκκοκε μασοκκοκει μασοκκοκο μασοκκοκοι μασοκκοκα μασοκκοκαι μασοκκοκυ μασοκκοκυι μασοκκοκω