νιδριφϛεκα
Hoppa till navigering
Hoppa till sök
Etymologi
δριφϛαω (“anställa”) + -εκ (“person som utför ett verb”), med νι- prefix indikeras absolutiv
Substantiv
νιδριφϛεκα (νιδριφϛεκα)
- arbetstagare, anställd
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | νιδριφϛεκεν | νιδριφϛεκειν | νιδριφϛεκον | νιδριφϛεκοιν | νιδριφϛεκαν | νιδριφϛεκαιν | νιδριφϛεκυν | νιδριφϛεκυιν | νιδριφϛεκων |
Ergativ | νιδριφϛεκεϧ | νιδριφϛεκειϧ | νιδριφϛεκοϧ | νιδριφϛεκοιϧ | νιδριφϛεκαϧ | νιδριφϛεκαιϧ | νιδριφϛεκυϧ | νιδριφϛεκυιϧ | νιδριφϛεκωϧ |
Dativ | νιδριφϛεκεσ | νιδριφϛεκεισ | νιδριφϛεκοσ | νιδριφϛεκοισ | νιδριφϛεκασ | νιδριφϛεκαισ | νιδριφϛεκυσ | νιδριφϛεκυισ | νιδριφϛεκωσ |
Lokativ | νιδριφϛεκεμ | νιδριφϛεκειμ | νιδριφϛεκομ | νιδριφϛεκοιμ | νιδριφϛεκαμ | νιδριφϛεκαιμ | νιδριφϛεκυμ | νιδριφϛεκυιμ | νιδριφϛεκωμ |
Ablativ | νιδριφϛεκεϥ | νιδριφϛεκειϥ | νιδριφϛεκοϥ | νιδριφϛεκοιϥ | νιδριφϛεκαϥ | νιδριφϛεκαιϥ | νιδριφϛεκυϥ | νιδριφϛεκυιϥ | νιδριφϛεκωϥ |
Instrumentalis | νιδριφϛεκεφ | νιδριφϛεκειφ | νιδριφϛεκοφ | νιδριφϛεκοιφ | νιδριφϛεκαφ | νιδριφϛεκαιφ | νιδριφϛεκυφ | νιδριφϛεκυιφ | νιδριφϛεκωφ |
Abessiv | νιδριφϛεκεθ | νιδριφϛεκειθ | νιδριφϛεκοθ | νιδριφϛεκοιθ | νιδριφϛεκαθ | νιδριφϛεκαιθ | νιδριφϛεκυθ | νιδριφϛεκυιθ | νιδριφϛεκωθ |
Essiv formal | νιδριφϛεκεγ | νιδριφϛεκειγ | νιδριφϛεκογ | νιδριφϛεκοιγ | νιδριφϛεκαγ | νιδριφϛεκαιγ | νιδριφϛεκυγ | νιδριφϛεκυιγ | νιδριφϛεκωγ |
Kausativ | νιδριφϛεκελ | νιδριφϛεκειλ | νιδριφϛεκολ | νιδριφϛεκοιλ | νιδριφϛεκαλ | νιδριφϛεκαιλ | νιδριφϛεκυλ | νιδριφϛεκυιλ | νιδριφϛεκωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | νιδριφϛεκεβ | νιδριφϛεκειβ | νιδριφϛεκοβ | νιδριφϛεκοιβ | νιδριφϛεκαβ | νιδριφϛεκαιβ | νιδριφϛεκυβ | νιδριφϛεκυιβ | νιδριφϛεκωβ |
Essiv-modal | νιδριφϛεκεχ | νιδριφϛεκειχ | νιδριφϛεκοχ | νιδριφϛεκοιχ | νιδριφϛεκαχ | νιδριφϛεκαιχ | νιδριφϛεκυχ | νιδριφϛεκυιχ | ωχ |
Komitativ | νιδριφϛεκερ | νιδριφϛεκειρ | νιδριφϛεκορ | νιδριφϛεκοιρ | νιδριφϛεκαρ | νιδριφϛεκαιρ | νιδριφϛεκυρ | νιδριφϛεκυιρ | νιδριφϛεκωρ |
Kasuslös form | |||||||||
νιδριφϛεκε | νιδριφϛεκει | νιδριφϛεκο | νιδριφϛεκοι | νιδριφϛεκα | νιδριφϛεκαι | νιδριφϛεκυ | νιδριφϛεκυι | νιδριφϛεκω |
Se även
- νιτϛεκα (“kortform”)