λωνδοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Fråna Mall:η + -οκ (“-”)

Substantiv

λωνδοκα(λωνδοκα)

  1. grönska, vegetation

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv λωνδοκεν λωνδοκειν λωνδοκον λωνδοκοιν λωνδοκαν λωνδοκαιν λωνδοκυν λωνδοκυιν λωνδοκων
Ergativ λωνδοκεϧ λωνδοκειϧ λωνδοκοϧ λωνδοκοιϧ λωνδοκαϧ λωνδοκαιϧ λωνδοκυϧ λωνδοκυιϧ λωνδοκωϧ
Dativ λωνδοκεσ λωνδοκεισ λωνδοκοσ λωνδοκοισ λωνδοκασ λωνδοκαισ λωνδοκυσ λωνδοκυισ λωνδοκωσ
Lokativ λωνδοκεμ λωνδοκειμ λωνδοκομ λωνδοκοιμ λωνδοκαμ λωνδοκαιμ λωνδοκυμ λωνδοκυιμ λωνδοκωμ
Ablativ λωνδοκεϥ λωνδοκειϥ λωνδοκοϥ λωνδοκοιϥ λωνδοκαϥ λωνδοκαιϥ λωνδοκυϥ λωνδοκυιϥ λωνδοκωϥ
Instrumentalis λωνδοκεφ λωνδοκειφ λωνδοκοφ λωνδοκοιφ λωνδοκαφ λωνδοκαιφ λωνδοκυφ λωνδοκυιφ λωνδοκωφ
Abessiv λωνδοκεθ λωνδοκειθ λωνδοκοθ λωνδοκοιθ λωνδοκαθ λωνδοκαιθ λωνδοκυθ λωνδοκυιθ λωνδοκωθ
Essiv formal λωνδοκεγ λωνδοκειγ λωνδοκογ λωνδοκοιγ λωνδοκαγ λωνδοκαιγ λωνδοκυγ λωνδοκυιγ λωνδοκωγ
Kausativ λωνδοκελ λωνδοκειλ λωνδοκολ λωνδοκοιλ λωνδοκαλ λωνδοκαιλ λωνδοκυλ λωνδοκυιλ λωνδοκωλ
Substantivkasus
Genitiv λωνδοκεβ λωνδοκειβ λωνδοκοβ λωνδοκοιβ λωνδοκαβ λωνδοκαιβ λωνδοκυβ λωνδοκυιβ λωνδοκωβ
Essiv-modal λωνδοκεχ λωνδοκειχ λωνδοκοχ λωνδοκοιχ λωνδοκαχ λωνδοκαιχ λωνδοκυχ λωνδοκυιχ ωχ
Komitativ λωνδοκερ λωνδοκειρ λωνδοκορ λωνδοκοιρ λωνδοκαρ λωνδοκαιρ λωνδοκυρ λωνδοκυιρ λωνδοκωρ
Kasuslös form
λωνδοκε λωνδοκει λωνδοκο λωνδοκοι λωνδοκα λωνδοκαι λωνδοκυ λωνδοκυι λωνδοκω