σαπιλλαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

σα- (“dativpartikel”) + πιλλαϛ (“hög”)

Verb

σαπιλλαω(σαπιλλαω)

  1. förlänga, växa (i höjd)
    Absolutiv: att det växer - ων σαϧεωδαω
Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ σαπιλλὸ σαπιλλὰι σαπιλλὰ σαπιλλὶ σαπιλλαω
Subjunktiv σαπιλλὲ σαπιλλεηὰι σαπιλλεηὰ σαπιλλὲι σαπιλλεω
Optativ σαπιλλειλὸ σαπιλλειλὰι σαπιλλειλὰ σαπιλλειλὶ σαπιλλειλαω
Jussiv σαπιλλοχὸ σαπιλλοχὰι σαπιλλοχὰ σαπιλλοχὶ σαπιλλοχαω
Potentialis σαπιλλαγὸ σαπιλλαγὰι σαπιλλαγὰ σαπιλλαγὶ σαπιλλαγαω
Dubitativ σαπιλλωπὸ σαπιλλωπὰι σαπιλλωπὰ σαπιλλωπὶ σαπιλλωπαω
Permissiv σαπιλλιαωὸ σαπιλλιαωὰι σαπιλλιαωὰ σαπιλλιαωὶ σαπιλλιαωαω
Permissiv (extern) σαπιλλωμὸ σαπιλλωμὰι σαπιλλωμὰ σαπιλλωμὶ σαπιλλωμαω
Admirativ σαπιλλωκερὸ σαπιλλωκερὰι σαπιλλωκερὰ σαπιλλωκερὶ σαπιλλωκεραω
Imperativ σαπιλλὺ σαπιλλὺ σαπιλλὺι

Se även

  1. σαϧεωδαω - växa i omfattning
  2. σατὁϛαω - växa i fysisk storlek
  3. σαμεωδαω - växa på längden