μαωλλαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Från μαωλλαϛ (“dålig”)

Verb

μαωλλαω(μαωλλαω)

  1. avråda, varna, frånråda
  2. hindra
  3. förbanna, fördömma

Konjugering

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ μαωλλαωὸ μαωλλαωὰι μαωλλαωὰ μαωλλαωὶ μαωλλαωαω
Subjunktiv μαωλλαωὲ μαωλλαωεηὰι μαωλλαωεηὰ μαωλλαωὲι μαωλλαωεω
Optativ μαωλλαωειλὸ μαωλλαωειλὰι μαωλλαωειλὰ μαωλλαωειλὶ μαωλλαωειλαω
Jussiv μαωλλαωοχὸ μαωλλαωοχὰι μαωλλαωοχὰ μαωλλαωοχὶ μαωλλαωοχαω
Potentialis μαωλλαωαγὸ μαωλλαωαγὰι μαωλλαωαγὰ μαωλλαωαγὶ μαωλλαωαγαω
Dubitativ μαωλλαωωπὸ μαωλλαωωπὰι μαωλλαωωπὰ μαωλλαωωπὶ μαωλλαωωπαω
Permissiv μαωλλαωιαωὸ μαωλλαωιαωὰι μαωλλαωιαωὰ μαωλλαωιαωὶ μαωλλαωιαωαω
Permissiv (extern) μαωλλαωωμὸ μαωλλαωωμὰι μαωλλαωωμὰ μαωλλαωωμὶ μαωλλαωωμαω
Admirativ μαωλλαωωκερὸ μαωλλαωωκερὰι μαωλλαωωκερὰ μαωλλαωωκερὶ μαωλλαωωκεραω
Imperativ μαωλλαωὺ μαωλλαωὺ μαωλλαωὺι