πλωμπα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 26 juli 2021 kl. 00.36 av Simon (diskussion | bidrag) (Skapade sidan med '===Etymologi=== {{lånat|latin|plumbum|bly}} ===Substantiv=== {{head-subst}} # bly ====Deklination==== {{subst-dekl|πλωμπ}}')
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från latin plumbum (bly)

Substantiv

πλωμπα(πλωμπα)

  1. bly

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv πλωμπεν πλωμπειν πλωμπον πλωμποιν πλωμπαν πλωμπαιν πλωμπυν πλωμπυιν πλωμπων
Ergativ πλωμπεϧ πλωμπειϧ πλωμποϧ πλωμποιϧ πλωμπαϧ πλωμπαιϧ πλωμπυϧ πλωμπυιϧ πλωμπωϧ
Dativ πλωμπεσ πλωμπεισ πλωμποσ πλωμποισ πλωμπασ πλωμπαισ πλωμπυσ πλωμπυισ πλωμπωσ
Lokativ πλωμπεμ πλωμπειμ πλωμπομ πλωμποιμ πλωμπαμ πλωμπαιμ πλωμπυμ πλωμπυιμ πλωμπωμ
Ablativ πλωμπεϥ πλωμπειϥ πλωμποϥ πλωμποιϥ πλωμπαϥ πλωμπαιϥ πλωμπυϥ πλωμπυιϥ πλωμπωϥ
Instrumentalis πλωμπεφ πλωμπειφ πλωμποφ πλωμποιφ πλωμπαφ πλωμπαιφ πλωμπυφ πλωμπυιφ πλωμπωφ
Abessiv πλωμπεθ πλωμπειθ πλωμποθ πλωμποιθ πλωμπαθ πλωμπαιθ πλωμπυθ πλωμπυιθ πλωμπωθ
Essiv formal πλωμπεγ πλωμπειγ πλωμπογ πλωμποιγ πλωμπαγ πλωμπαιγ πλωμπυγ πλωμπυιγ πλωμπωγ
Kausativ πλωμπελ πλωμπειλ πλωμπολ πλωμποιλ πλωμπαλ πλωμπαιλ πλωμπυλ πλωμπυιλ πλωμπωλ
Substantivkasus
Genitiv πλωμπεβ πλωμπειβ πλωμποβ πλωμποιβ πλωμπαβ πλωμπαιβ πλωμπυβ πλωμπυιβ πλωμπωβ
Essiv-modal πλωμπεχ πλωμπειχ πλωμποχ πλωμποιχ πλωμπαχ πλωμπαιχ πλωμπυχ πλωμπυιχ ωχ
Komitativ πλωμπερ πλωμπειρ πλωμπορ πλωμποιρ πλωμπαρ πλωμπαιρ πλωμπυρ πλωμπυιρ πλωμπωρ
Kasuslös form
πλωμπε πλωμπει πλωμπο πλωμποι πλωμπα πλωμπαι πλωμπυ πλωμπυι πλωμπω