ϥοχαμαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Verb

ϥοχαμαω(ϥοχαμαω)

  1. bestämma, leda, vara chef över
Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ ϥοχαμὸ ϥοχαμὰι ϥοχαμὰ ϥοχαμὶ ϥοχαμαω
Subjunktiv ϥοχαμὲ ϥοχαμεηὰι ϥοχαμεηὰ ϥοχαμὲι ϥοχαμεω
Optativ ϥοχαμειλὸ ϥοχαμειλὰι ϥοχαμειλὰ ϥοχαμειλὶ ϥοχαμειλαω
Jussiv ϥοχαμοχὸ ϥοχαμοχὰι ϥοχαμοχὰ ϥοχαμοχὶ ϥοχαμοχαω
Potentialis ϥοχαμαγὸ ϥοχαμαγὰι ϥοχαμαγὰ ϥοχαμαγὶ ϥοχαμαγαω
Dubitativ ϥοχαμωπὸ ϥοχαμωπὰι ϥοχαμωπὰ ϥοχαμωπὶ ϥοχαμωπαω
Permissiv ϥοχαμιαωὸ ϥοχαμιαωὰι ϥοχαμιαωὰ ϥοχαμιαωὶ ϥοχαμιαωαω
Permissiv (extern) ϥοχαμωμὸ ϥοχαμωμὰι ϥοχαμωμὰ ϥοχαμωμὶ ϥοχαμωμαω
Admirativ ϥοχαμωκερὸ ϥοχαμωκερὰι ϥοχαμωκερὰ ϥοχαμωκερὶ ϥοχαμωκεραω
Imperativ ϥοχαμὺ ϥοχαμὺ ϥοχαμὺι