σωπικα: Skillnad mellan sidversioner

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök
(Skapade sidan med '===Etymologi=== {{h|σωπαω|göra i dubitativ}} + {{suffix|-ικ|abstraktion av verb}} ===Substantiv=== {{head-subst}} # sannolikhet, chans, möjlighet, risk ====Deklinat...')
 
Ingen redigeringssammanfattning
 
(En mellanliggande sidversion av en annan användare visas inte)
Rad 1: Rad 1:
===Etymologi===
===Etymologi===
{{h|σωπαω|göra i dubitativ}} + {{suffix|-ικ|abstraktion av verb}}
{{h|σαω|göra|dub}} i dubitativmodus ''"ωπ"'' + {{suffix|-ικ|abstraktion av verb}}


===Substantiv===
===Substantiv===

Nuvarande version från 13 december 2023 kl. 01.20

Etymologi

σαω (“göra”) i dubitativmodus "ωπ" + -ικ (“abstraktion av verb”)

Substantiv

σωπικα(σωπικα)

  1. sannolikhet, chans, möjlighet, risk

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv σωπικεν σωπικειν σωπικον σωπικοιν σωπικαν σωπικαιν σωπικυν σωπικυιν σωπικων
Ergativ σωπικεϧ σωπικειϧ σωπικοϧ σωπικοιϧ σωπικαϧ σωπικαιϧ σωπικυϧ σωπικυιϧ σωπικωϧ
Dativ σωπικεσ σωπικεισ σωπικοσ σωπικοισ σωπικασ σωπικαισ σωπικυσ σωπικυισ σωπικωσ
Lokativ σωπικεμ σωπικειμ σωπικομ σωπικοιμ σωπικαμ σωπικαιμ σωπικυμ σωπικυιμ σωπικωμ
Ablativ σωπικεϥ σωπικειϥ σωπικοϥ σωπικοιϥ σωπικαϥ σωπικαιϥ σωπικυϥ σωπικυιϥ σωπικωϥ
Instrumentalis σωπικεφ σωπικειφ σωπικοφ σωπικοιφ σωπικαφ σωπικαιφ σωπικυφ σωπικυιφ σωπικωφ
Abessiv σωπικεθ σωπικειθ σωπικοθ σωπικοιθ σωπικαθ σωπικαιθ σωπικυθ σωπικυιθ σωπικωθ
Essiv formal σωπικεγ σωπικειγ σωπικογ σωπικοιγ σωπικαγ σωπικαιγ σωπικυγ σωπικυιγ σωπικωγ
Kausativ σωπικελ σωπικειλ σωπικολ σωπικοιλ σωπικαλ σωπικαιλ σωπικυλ σωπικυιλ σωπικωλ
Substantivkasus
Genitiv σωπικεβ σωπικειβ σωπικοβ σωπικοιβ σωπικαβ σωπικαιβ σωπικυβ σωπικυιβ σωπικωβ
Essiv-modal σωπικεχ σωπικειχ σωπικοχ σωπικοιχ σωπικαχ σωπικαιχ σωπικυχ σωπικυιχ ωχ
Komitativ σωπικερ σωπικειρ σωπικορ σωπικοιρ σωπικαρ σωπικαιρ σωπικυρ σωπικυιρ σωπικωρ
Kasuslös form
σωπικε σωπικει σωπικο σωπικοι σωπικα σωπικαι σωπικυ σωπικυι σωπικω