βυλαλα: Skillnad mellan sidversioner

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök
Ingen redigeringssammanfattning
m (Niklas flyttade sidan βυλαλ till βυλαλα)
 
(Ingen skillnad)

Nuvarande version från 16 juli 2021 kl. 23.28

Substantiv

βυλαλα(βυλαλα)

  1. en säng

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv βυλαλεν βυλαλειν βυλαλον βυλαλοιν βυλαλαν βυλαλαιν βυλαλυν βυλαλυιν βυλαλων
Ergativ βυλαλεϧ βυλαλειϧ βυλαλοϧ βυλαλοιϧ βυλαλαϧ βυλαλαιϧ βυλαλυϧ βυλαλυιϧ βυλαλωϧ
Dativ βυλαλεσ βυλαλεισ βυλαλοσ βυλαλοισ βυλαλασ βυλαλαισ βυλαλυσ βυλαλυισ βυλαλωσ
Lokativ βυλαλεμ βυλαλειμ βυλαλομ βυλαλοιμ βυλαλαμ βυλαλαιμ βυλαλυμ βυλαλυιμ βυλαλωμ
Ablativ βυλαλεϥ βυλαλειϥ βυλαλοϥ βυλαλοιϥ βυλαλαϥ βυλαλαιϥ βυλαλυϥ βυλαλυιϥ βυλαλωϥ
Instrumentalis βυλαλεφ βυλαλειφ βυλαλοφ βυλαλοιφ βυλαλαφ βυλαλαιφ βυλαλυφ βυλαλυιφ βυλαλωφ
Abessiv βυλαλεθ βυλαλειθ βυλαλοθ βυλαλοιθ βυλαλαθ βυλαλαιθ βυλαλυθ βυλαλυιθ βυλαλωθ
Essiv formal βυλαλεγ βυλαλειγ βυλαλογ βυλαλοιγ βυλαλαγ βυλαλαιγ βυλαλυγ βυλαλυιγ βυλαλωγ
Kausativ βυλαλελ βυλαλειλ βυλαλολ βυλαλοιλ βυλαλαλ βυλαλαιλ βυλαλυλ βυλαλυιλ βυλαλωλ
Substantivkasus
Genitiv βυλαλεβ βυλαλειβ βυλαλοβ βυλαλοιβ βυλαλαβ βυλαλαιβ βυλαλυβ βυλαλυιβ βυλαλωβ
Essiv-modal βυλαλεχ βυλαλειχ βυλαλοχ βυλαλοιχ βυλαλαχ βυλαλαιχ βυλαλυχ βυλαλυιχ ωχ
Komitativ βυλαλερ βυλαλειρ βυλαλορ βυλαλοιρ βυλαλαρ βυλαλαιρ βυλαλυρ βυλαλυιρ βυλαλωρ
Kasuslös form
βυλαλε βυλαλει βυλαλο βυλαλοι βυλαλα βυλαλαι βυλαλυ βυλαλυι βυλαλω