φοσεωναμωγαμαμσεμα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

φοσεωναμα (“folk”) + γαμαμσεμα (“styre”)

Substantiv

φοσεωναμωγαμαμσεμα(φοσεωναμωγαμαμσεμα)

  1. republik

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv φοσεωναμωγαμαμσεμεν φοσεωναμωγαμαμσεμειν φοσεωναμωγαμαμσεμον φοσεωναμωγαμαμσεμοιν φοσεωναμωγαμαμσεμαν φοσεωναμωγαμαμσεμαιν φοσεωναμωγαμαμσεμυν φοσεωναμωγαμαμσεμυιν φοσεωναμωγαμαμσεμων
Ergativ φοσεωναμωγαμαμσεμεϧ φοσεωναμωγαμαμσεμειϧ φοσεωναμωγαμαμσεμοϧ φοσεωναμωγαμαμσεμοιϧ φοσεωναμωγαμαμσεμαϧ φοσεωναμωγαμαμσεμαιϧ φοσεωναμωγαμαμσεμυϧ φοσεωναμωγαμαμσεμυιϧ φοσεωναμωγαμαμσεμωϧ
Dativ φοσεωναμωγαμαμσεμεσ φοσεωναμωγαμαμσεμεισ φοσεωναμωγαμαμσεμοσ φοσεωναμωγαμαμσεμοισ φοσεωναμωγαμαμσεμασ φοσεωναμωγαμαμσεμαισ φοσεωναμωγαμαμσεμυσ φοσεωναμωγαμαμσεμυισ φοσεωναμωγαμαμσεμωσ
Lokativ φοσεωναμωγαμαμσεμεμ φοσεωναμωγαμαμσεμειμ φοσεωναμωγαμαμσεμομ φοσεωναμωγαμαμσεμοιμ φοσεωναμωγαμαμσεμαμ φοσεωναμωγαμαμσεμαιμ φοσεωναμωγαμαμσεμυμ φοσεωναμωγαμαμσεμυιμ φοσεωναμωγαμαμσεμωμ
Ablativ φοσεωναμωγαμαμσεμεϥ φοσεωναμωγαμαμσεμειϥ φοσεωναμωγαμαμσεμοϥ φοσεωναμωγαμαμσεμοιϥ φοσεωναμωγαμαμσεμαϥ φοσεωναμωγαμαμσεμαιϥ φοσεωναμωγαμαμσεμυϥ φοσεωναμωγαμαμσεμυιϥ φοσεωναμωγαμαμσεμωϥ
Instrumentalis φοσεωναμωγαμαμσεμεφ φοσεωναμωγαμαμσεμειφ φοσεωναμωγαμαμσεμοφ φοσεωναμωγαμαμσεμοιφ φοσεωναμωγαμαμσεμαφ φοσεωναμωγαμαμσεμαιφ φοσεωναμωγαμαμσεμυφ φοσεωναμωγαμαμσεμυιφ φοσεωναμωγαμαμσεμωφ
Abessiv φοσεωναμωγαμαμσεμεθ φοσεωναμωγαμαμσεμειθ φοσεωναμωγαμαμσεμοθ φοσεωναμωγαμαμσεμοιθ φοσεωναμωγαμαμσεμαθ φοσεωναμωγαμαμσεμαιθ φοσεωναμωγαμαμσεμυθ φοσεωναμωγαμαμσεμυιθ φοσεωναμωγαμαμσεμωθ
Essiv formal φοσεωναμωγαμαμσεμεγ φοσεωναμωγαμαμσεμειγ φοσεωναμωγαμαμσεμογ φοσεωναμωγαμαμσεμοιγ φοσεωναμωγαμαμσεμαγ φοσεωναμωγαμαμσεμαιγ φοσεωναμωγαμαμσεμυγ φοσεωναμωγαμαμσεμυιγ φοσεωναμωγαμαμσεμωγ
Kausativ φοσεωναμωγαμαμσεμελ φοσεωναμωγαμαμσεμειλ φοσεωναμωγαμαμσεμολ φοσεωναμωγαμαμσεμοιλ φοσεωναμωγαμαμσεμαλ φοσεωναμωγαμαμσεμαιλ φοσεωναμωγαμαμσεμυλ φοσεωναμωγαμαμσεμυιλ φοσεωναμωγαμαμσεμωλ
Substantivkasus
Genitiv φοσεωναμωγαμαμσεμεβ φοσεωναμωγαμαμσεμειβ φοσεωναμωγαμαμσεμοβ φοσεωναμωγαμαμσεμοιβ φοσεωναμωγαμαμσεμαβ φοσεωναμωγαμαμσεμαιβ φοσεωναμωγαμαμσεμυβ φοσεωναμωγαμαμσεμυιβ φοσεωναμωγαμαμσεμωβ
Essiv-modal φοσεωναμωγαμαμσεμεχ φοσεωναμωγαμαμσεμειχ φοσεωναμωγαμαμσεμοχ φοσεωναμωγαμαμσεμοιχ φοσεωναμωγαμαμσεμαχ φοσεωναμωγαμαμσεμαιχ φοσεωναμωγαμαμσεμυχ φοσεωναμωγαμαμσεμυιχ ωχ
Komitativ φοσεωναμωγαμαμσεμερ φοσεωναμωγαμαμσεμειρ φοσεωναμωγαμαμσεμορ φοσεωναμωγαμαμσεμοιρ φοσεωναμωγαμαμσεμαρ φοσεωναμωγαμαμσεμαιρ φοσεωναμωγαμαμσεμυρ φοσεωναμωγαμαμσεμυιρ φοσεωναμωγαμαμσεμωρ
Kasuslös form
φοσεωναμωγαμαμσεμε φοσεωναμωγαμαμσεμει φοσεωναμωγαμαμσεμο φοσεωναμωγαμαμσεμοι φοσεωναμωγαμαμσεμα φοσεωναμωγαμαμσεμαι φοσεωναμωγαμαμσεμυ φοσεωναμωγαμαμσεμυι φοσεωναμωγαμαμσεμω

Härledningar

Se även