τὡλικα

Från Gonjo wiktionary
(Omdirigerad från τὡλικ)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Från τὡλαω (“att hjälpa”) + -ικ (“”)

Substantiv

τὡλικα(τὡλικα)

  1. hjälp, assistans

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv τὡλικεν τὡλικειν τὡλικον τὡλικοιν τὡλικαν τὡλικαιν τὡλικυν τὡλικυιν τὡλικων
Ergativ τὡλικεϧ τὡλικειϧ τὡλικοϧ τὡλικοιϧ τὡλικαϧ τὡλικαιϧ τὡλικυϧ τὡλικυιϧ τὡλικωϧ
Dativ τὡλικεσ τὡλικεισ τὡλικοσ τὡλικοισ τὡλικασ τὡλικαισ τὡλικυσ τὡλικυισ τὡλικωσ
Lokativ τὡλικεμ τὡλικειμ τὡλικομ τὡλικοιμ τὡλικαμ τὡλικαιμ τὡλικυμ τὡλικυιμ τὡλικωμ
Ablativ τὡλικεϥ τὡλικειϥ τὡλικοϥ τὡλικοιϥ τὡλικαϥ τὡλικαιϥ τὡλικυϥ τὡλικυιϥ τὡλικωϥ
Instrumentalis τὡλικεφ τὡλικειφ τὡλικοφ τὡλικοιφ τὡλικαφ τὡλικαιφ τὡλικυφ τὡλικυιφ τὡλικωφ
Abessiv τὡλικεθ τὡλικειθ τὡλικοθ τὡλικοιθ τὡλικαθ τὡλικαιθ τὡλικυθ τὡλικυιθ τὡλικωθ
Essiv formal τὡλικεγ τὡλικειγ τὡλικογ τὡλικοιγ τὡλικαγ τὡλικαιγ τὡλικυγ τὡλικυιγ τὡλικωγ
Kausativ τὡλικελ τὡλικειλ τὡλικολ τὡλικοιλ τὡλικαλ τὡλικαιλ τὡλικυλ τὡλικυιλ τὡλικωλ
Substantivkasus
Genitiv τὡλικεβ τὡλικειβ τὡλικοβ τὡλικοιβ τὡλικαβ τὡλικαιβ τὡλικυβ τὡλικυιβ τὡλικωβ
Essiv-modal τὡλικεχ τὡλικειχ τὡλικοχ τὡλικοιχ τὡλικαχ τὡλικαιχ τὡλικυχ τὡλικυιχ ωχ
Komitativ τὡλικερ τὡλικειρ τὡλικορ τὡλικοιρ τὡλικαρ τὡλικαιρ τὡλικυρ τὡλικυιρ τὡλικωρ
Kasuslös form
τὡλικε τὡλικει τὡλικο τὡλικοι τὡλικα τὡλικαι τὡλικυ τὡλικυι τὡλικω