ωριοκα

Från Gonjo wiktionary
(Omdirigerad från ωριοκ)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ωρια (“tabell”) + -οκ (“”) - en maskin/process som utför ett verb eller genererar ett substantiv

Substantiv

ωριοκα(ωριοκα)

  1. en tabellgenerator

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ωριοκεν ωριοκειν ωριοκον ωριοκοιν ωριοκαν ωριοκαιν ωριοκυν ωριοκυιν ωριοκων
Ergativ ωριοκεϧ ωριοκειϧ ωριοκοϧ ωριοκοιϧ ωριοκαϧ ωριοκαιϧ ωριοκυϧ ωριοκυιϧ ωριοκωϧ
Dativ ωριοκεσ ωριοκεισ ωριοκοσ ωριοκοισ ωριοκασ ωριοκαισ ωριοκυσ ωριοκυισ ωριοκωσ
Lokativ ωριοκεμ ωριοκειμ ωριοκομ ωριοκοιμ ωριοκαμ ωριοκαιμ ωριοκυμ ωριοκυιμ ωριοκωμ
Ablativ ωριοκεϥ ωριοκειϥ ωριοκοϥ ωριοκοιϥ ωριοκαϥ ωριοκαιϥ ωριοκυϥ ωριοκυιϥ ωριοκωϥ
Instrumentalis ωριοκεφ ωριοκειφ ωριοκοφ ωριοκοιφ ωριοκαφ ωριοκαιφ ωριοκυφ ωριοκυιφ ωριοκωφ
Abessiv ωριοκεθ ωριοκειθ ωριοκοθ ωριοκοιθ ωριοκαθ ωριοκαιθ ωριοκυθ ωριοκυιθ ωριοκωθ
Essiv formal ωριοκεγ ωριοκειγ ωριοκογ ωριοκοιγ ωριοκαγ ωριοκαιγ ωριοκυγ ωριοκυιγ ωριοκωγ
Kausativ ωριοκελ ωριοκειλ ωριοκολ ωριοκοιλ ωριοκαλ ωριοκαιλ ωριοκυλ ωριοκυιλ ωριοκωλ
Substantivkasus
Genitiv ωριοκεβ ωριοκειβ ωριοκοβ ωριοκοιβ ωριοκαβ ωριοκαιβ ωριοκυβ ωριοκυιβ ωριοκωβ
Essiv-modal ωριοκεχ ωριοκειχ ωριοκοχ ωριοκοιχ ωριοκαχ ωριοκαιχ ωριοκυχ ωριοκυιχ ωχ
Komitativ ωριοκερ ωριοκειρ ωριοκορ ωριοκοιρ ωριοκαρ ωριοκαιρ ωριοκυρ ωριοκυιρ ωριοκωρ
Kasuslös form
ωριοκε ωριοκει ωριοκο ωριοκοι ωριοκα ωριοκαι ωριοκυ ωριοκυι ωριοκω