λωνδοκα
(Omdirigerad från λωνδοκ)
Hoppa till navigering
Hoppa till sök
Etymologi
Fråna λωνδαϛ (“grön”) + -οκ (“-”)
Substantiv
λωνδοκα (λωνδοκα)
- grönska, vegetation
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | λωνδοκεν | λωνδοκειν | λωνδοκον | λωνδοκοιν | λωνδοκαν | λωνδοκαιν | λωνδοκυν | λωνδοκυιν | λωνδοκων |
Ergativ | λωνδοκεϧ | λωνδοκειϧ | λωνδοκοϧ | λωνδοκοιϧ | λωνδοκαϧ | λωνδοκαιϧ | λωνδοκυϧ | λωνδοκυιϧ | λωνδοκωϧ |
Dativ | λωνδοκεσ | λωνδοκεισ | λωνδοκοσ | λωνδοκοισ | λωνδοκασ | λωνδοκαισ | λωνδοκυσ | λωνδοκυισ | λωνδοκωσ |
Lokativ | λωνδοκεμ | λωνδοκειμ | λωνδοκομ | λωνδοκοιμ | λωνδοκαμ | λωνδοκαιμ | λωνδοκυμ | λωνδοκυιμ | λωνδοκωμ |
Ablativ | λωνδοκεϥ | λωνδοκειϥ | λωνδοκοϥ | λωνδοκοιϥ | λωνδοκαϥ | λωνδοκαιϥ | λωνδοκυϥ | λωνδοκυιϥ | λωνδοκωϥ |
Instrumentalis | λωνδοκεφ | λωνδοκειφ | λωνδοκοφ | λωνδοκοιφ | λωνδοκαφ | λωνδοκαιφ | λωνδοκυφ | λωνδοκυιφ | λωνδοκωφ |
Abessiv | λωνδοκεθ | λωνδοκειθ | λωνδοκοθ | λωνδοκοιθ | λωνδοκαθ | λωνδοκαιθ | λωνδοκυθ | λωνδοκυιθ | λωνδοκωθ |
Essiv formal | λωνδοκεγ | λωνδοκειγ | λωνδοκογ | λωνδοκοιγ | λωνδοκαγ | λωνδοκαιγ | λωνδοκυγ | λωνδοκυιγ | λωνδοκωγ |
Kausativ | λωνδοκελ | λωνδοκειλ | λωνδοκολ | λωνδοκοιλ | λωνδοκαλ | λωνδοκαιλ | λωνδοκυλ | λωνδοκυιλ | λωνδοκωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | λωνδοκεβ | λωνδοκειβ | λωνδοκοβ | λωνδοκοιβ | λωνδοκαβ | λωνδοκαιβ | λωνδοκυβ | λωνδοκυιβ | λωνδοκωβ |
Essiv-modal | λωνδοκεχ | λωνδοκειχ | λωνδοκοχ | λωνδοκοιχ | λωνδοκαχ | λωνδοκαιχ | λωνδοκυχ | λωνδοκυιχ | ωχ |
Komitativ | λωνδοκερ | λωνδοκειρ | λωνδοκορ | λωνδοκοιρ | λωνδοκαρ | λωνδοκαιρ | λωνδοκυρ | λωνδοκυιρ | λωνδοκωρ |
Kasuslös form | |||||||||
λωνδοκε | λωνδοκει | λωνδοκο | λωνδοκοι | λωνδοκα | λωνδοκαι | λωνδοκυ | λωνδοκυι | λωνδοκω |